Τρίτη 25 Μαΐου 2021

ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΦΩΣ ΑΝΑΣΑΙΝΕΣ ΜΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ ΒΡΑΧΙΑ

 (λοιπόν ο παραλογισμός είναι η γυμνότερη καρδιά του πόνου)

Άκουσα τη φωνή της θάλασσας του ξύλου τη φωνή. Άλλες φωνές το μεσημέρι.

Ο αμμουδερός γιαλός επύρωνε    και δυτικά των βράχων

 τα χέρια και τα πόδια και τα σώματα

εκεί τα φύκια βύζαιναν    τον ήλιο.

 

Πιο πέρα ξερολίθαρα πιο πέρα οι κήποι

κάτω απ’ τον ήλιο ακίνητοι   κάτω απ’ τον ήλιο.

Άκουσα τις φωνές.   Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τι ήθελαν.

Μονάχα μάντευα το μήνυμα.

Συμμαζευόταν το νησί    τα νύχια μαύρα πάνω στο κορμί της θάλασσας.

 

Με σάρκα ναι με σάρκα ακόμη φώναξα.

Τη βάζεις άντικρυ στο θάνατο    κι αυτή παλεύει.

Εγώ σε γύρευα    τα δάχτυλα τσακίζοντας παντού    σε πέτρες και σε φως.

Το αίμα πιδάκιζε από την πληγή.

Σε γύρευα τι γύρευα;

Ήσουν δεν ήσουν έφευγες χανόσουν.

Είπα να χτύπα με    πάνω στο πρόσωπο στα δόντια πάνω και στα μάτια χτύπα με.

Σπάσε μου το κορμί τη δύναμη    τι με φωνάζουν οι φωνές.

Στο βράχο εκάθισα.

Έρχονταν οι φωνές έρχονταν τα κεφάλια τους    άσπρα και τα ’διωχνα με το ραβδί.

Βουίζανε φέρνανε μηνύματα – τα χέρια καρφωμένα από το φως    αλάτι φως σιωπή.

Τις άκουσα όλες τις φωνές    που ’μοιαζαν του ψιθύρου.

Όνειρο ανεμοσάλευτο  - και πήγαινα στου βράχου το νερό να πλύνω    τα χέρια και το πρόσωπο   να φύγει το αίμα.

 

Το αίμα δε φεύγει απ’ το νησί.

Με σάρκα ναι παλεύοντας το θάνατο παλεύοντας

με σένα τους νεκρούς μου τους νεκρούς τα ξύλα τα πανιά –

φωνή νεκρών φωνή του ξύλου και της θάλασσας    στο αμμουδερό νησί

φωνή δική σου δεν ακουγόταν πουθενά

όχι φωνή της άρνησης

όμως ανθρώπινη φωνή    του τρόμου ή του χαμού

καθώς εξύπναγα απ’ το όνειρο    και πήγαινα πού πήγαινα;

Ήτανε χέρια αυτά    τα χέρια μου τα χέρια σου τα χέρια των νεκρών

και το νησί στον ήλιο    και το νησί μες το βυθό

ο αμμουδερός γιαλός    στον ήλιο βράχια μυτερά    μαλαματένια βράχια

 

Ό,τι άκουσα το ξέρω μόνο εγώ.

Γιατί οι νεκροί μόνο τη γλώσσα των νεκρών ακούνε.

 (ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ  από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1949-1955

κι άλλα ποιήματα από αυτή συλλογή…

«… με τον τρόπο που μιλούν οι ζωντανοί…» θυμούνται:

«γυρεύουν την πατρίδα τους κι όλο κοιτάνε κάτω»)

 


ΟΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ (από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1957)

Βάσταξε τώρα σφίξε, σφίξε πάνω σου το φως.

Ω αιθέρια θάλασσα. Ω απαλή. Σφίξε. Γαλήνεψε

άσπρη και σκούρα θάλασσα. Άσπρο μαύρο μάρμαρο.

Και τα πουλιά σα στάλες αίμα μες το φως.

Σφαλίζει ο κόσμος φεύγει. Σφίξε. Βάσταξε τούτο το φως.

 

Που θα πονέσεις τώρα φώναξε πονώντας φώναξε.

Στρέφοντας άξαφνα στον ήλιο πυρωμένο πρόσωπο.

Δική σου η άσπρη θάλασσα δική σου η σκούρα θάλασσα.

Στρέφοντα άξαφνα στον ήλιο τη φωνή σου φώναξε

και φώναξε τη θάλασσα. Και βιάσου βάσταξε.

Βάσταξε τώρα αυτό το φως. Αυτή τη θάλασσα.

 

Βάσταξε μα βάσταξε τώρα το φως. Αυτό το φως.

Σφίξε και βάσταξε το φως απάνω σου. Πονάς φωνάζεις θάλασσα.

Ω σφίξε βάσταξε την ώρα τούτη σφίξε βάσταξε.

Τι δεν μπορούμε φεύγουμε. Η φωτιά ανεβαίνει από τη θάλασσα

και πάμε κάτω ω κάτω βάσταξε.

Με τις φτερούγες ξύνοντας τη στάχτη των κυμάτων.

 

ΕΠΤΑ: από τους αριθμούς αυτούς εγώ θα ξεχωρίσω το 7

Είπα και θαρρετά προχώρησα στον άγνωστο

που πρόσμενε μονάχος στη μεγάλη αίθουσα.

Μια μάσκα αμφίβολη ήτανε το πρόσωπό του κι η

φωνή του σα φωνή από ραγισμένο ξύλο. Τότε

το χέρι του άπλωσε και πήρε το φτερό απ’ την τράπεζα

τη μαύρη κι άγγιξε ήσυχα το μούτρο μου

ήσυχα εκίνησε γύρω απ’ το κεφάλι το φτερό.

Είναι ακανόνιστο το πρόσωπο σου μου ’πε σιγανά

και θα πεθάνεις γρήγορα. Βιάσου λοιπόν

να μελετήσεις τούτο τον παράξενο αριθμό που διάλεξες

το 7. Βιάσου και θα πεθάνεις γρήγορα.

Έτσι είπε. Κι έφυγε μακρύς σαν ίσκιος από την αίθουσα.

Κι έμεινα μόνος. Κι είχα εμπρός μου αυτό τον αριθμό

το 7 που συνεχώς εμάκραινε κι ανέβαινε ως την οροφή.

 

Ήρθανε οι άλλοι απέξω. Αμίλητοι. Μόλις ξεχώριζες

τις κάννες από τα περίστροφα στραμμένες πάνω μου.

Ο ένας με στρίμωξε στην άκρη οι άλλοι βάλθηκαν

γοργά να ψάχνουνε την αίθουσα. Κι αργότερα

που τίποτε δεν βρήκανε ήρθαν και με σκέπασαν

όλοι μαζί ψηλότεροι από μένα απίστευτα ψηλοί.

Μήτε που ακούστηκαν φωνές. Με ξέκαναν στα γρήγορα

κι εγώ που σας μιλώ ένας ήχος είμαι

πίσω απ’ αυτόν τον αριθμό. Το 7.

 

ΝΤΟΑΝΑ (ποτάμι του Μωριά, ο Ερύμανθος)

Τσακίζεις τούτο το κλαδί τσακίζεις τ’ άλλο

μα το νερό που γύρευες δεν είναι εδώ

Περνάς τα χώματα περνάς τις πέτρες

μα δεν θα βρεις τ’ άσπρο ποτάμι.

Ξέρες μονάχα κι άμμους κι ερημιά

θάμνα στον ήλιο κόκκινα   κορμούς και βράχια κόκκινα

πιο πέρα σίδερα και ξύλα. Φώναξε.

Θ’ ακούσουν τη φωνή σου και θ’ αποκριθούν   μ’ όμοια φωνή.

Μα δε θυμούνται πια   πότε ήρθαν τι γυρεύουνε   σ’ αυτό το πέρασμα

το σκοτεινό.

Μην προχωρήσεις.

Θα σε ρημάξει η σκόνη θα σε καταπιεί   και μη φωνάξεις.

Έτσι μέσα στο φως τ’ απέραντο τ’ άσπρο ποτάμι

δε θα ’ρθει πρόσμενε ποτέ δε θα ’ρθει

τ’ άσπρο ποτάμι    τ’ άσπρο ποτάμι

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1957]

 

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1957)

Ένα φεγγάρι ολονυχτίς   πάνω στην ασημένια σου χορδή

ποτάμι σιγανό    ποτάμι.

Ήσυχος ήλιος τώρα απλώνεται στη γη

ζεσταίνει το αίμα σου με φως.

Ύστερα θα ’ρθει το κορίτσι τα αλαφρό

θα κρούσει φωτεινές παλάμες

η πέτρα του ύπνου θα κυλήσει από τα μάτια σου

θα σηκωθείς μέσα στην πρασινόλευκη σιωπή

κι οι νύμφες θα τρομάξουνε

θα φύγουν στην κοιλάδα γοργοπόδαρες

και το κορίτσι τ’ άσπρο θα ’ναι δροσερό

σα δένδρο κάτω από το φως

πιο πέρα τ’ άλλα δένδρα κι η σιωπή

θα στρίψουν θα κοιτάξουν

το δένδρο με το φόρεμα της άνοιξης

να σκύβει ατάραχο ν’ αγγίζει το ποτάμι

την ασημένια σου χορδή

ποτάμι σιγανό    ποτάμι.

 

Μα εσύ μιλώντας τώρα εμπρός στο Βασιλιά

-και  τ ’άσπρο δένδρο ακούγοντας στα δώματα.

Μιλώντας με τον τρόπο που μιλούν   οι ζωντανοί θυμήσου

Στη θάλασσα οι πνιγμένοι ταξιδεύοντας

γυρεύουν την πατρίδα τους κι όλο κοιτάνε κάτω.

 

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ

Έχω γυμνώσει το παράλογο. Λοιπόν ιδού

Είναι ένας αστερόλιθος –

σταχτί και κόκκινο στο φως βαθύτερα ως το μαύρο.

Ω ακόμα αγγίζοντας

στο σώμα την πληγή πονώντας

θορυβημένος μη δυνάμενος

ακόμα να εννοήσεις τις φωνές

τι κάλεσμα είναι τούτο στον αιθέρα –

ο κόμπος λύνεται.

Πλυμένος απ’ το σκοτεινό

περίβλημα λάμπει στο χέρι ο αστερόλιθος.

Πιο πέρα κυματίζει η φτέρη το γαλάζιο ο ουρανός

αποχτημένος πέτρινος

εξαίσιο μάρμαρο και φως.

 

Και μη φοβάσαι να χρονοτριβήσεις

αν τάχα ο κηπουρός που μόλις μισοφαίνεται

μες στους καρπούς γυρίσει αργά το πρόσωπο

όχι εκεί που σβήνει το φως της μέρας

ή του μυαλού. Παραλογίζομαι.

Λοιπόν ο παραλογισμός   είναι η γυμνότερη

καθώς σκιρτάει είναι η γυμνότερη

καρδιά του πόνου –    ο αστερόλιθος που ανάφερα.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1957]

 

ΕΠΟΧΗ (από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1957)

Φθινόπωρο. Ή αυτό που λέμε

μίκρυναν οι μέρες σώθηκε το φως.

Ή ακόμη η συνεχής βροχή στο τζάμι.

Διαδοχή σε καταστάσεις άλλες.

Ακριβέστερα: μήνας Οχτώβρης με σύντομη παραδοχή της ήττας τόσων ημερών.

Ή ακόμη το αβέβαιο τρίξιμο της σκάλας.

Το κατέβασμα στο κάτω πάτωμα θαρρείς και κάποιος θα ’ρθει.

Μα - το σίγουρο είναι -  δεν έρχεται κανείς.

 

Λοιπόν στο βάθος περιμένεις να ’ρθει.  Ποιος; -

είναι η φωνή της ήττας που ρωτά.

 

 

ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ

Ήτανε δυο – μπορεί και τρεις. Ωστόσο ό,τι συνέβη

έδειχνε υπόθεση για δυο. Βράδυ. Βαδίζανε σε σκοτεινό

δρομίσκο. Αυτό το ημίφως ήταν απαραίτητο.

Είπαμε δυο. Ίσοι περίπου στο ύψος.

-Τον τρίτο που δεν χρειάζεται εξαφάνισέ τον. Ή

παράφοροι καθώς καμιά φορά – το ξέρουμε –

δίχως να θες το σώμα καίγεται με το αίμα. Έτσι κι αυτοί

-οι δυο - μιλώντας λίγο. Πιο πολύ κοιτάζοντας

ή αγγίζοντας – μόλις - κι αυτό το ξέρουμε – κι όμως ανένδοτοι

να υποταχθούν – ακόμα η πρόθεση

διαφαίνονταν της άμυνας.

 

Ο τρίτος – αν υπήρχε – υπάρχει; - θα ’λεγε:

καιρός να φύγω – ο τρίτος θα ’νιωθε

τι σήμαινε η παραφορά.

 

Μα ήτανε μόνο δυο. Και σίγουροι όχι

για κείνο που κρυβόταν – μόλις κρύβονταν. Καθένας τους

πιο φανερά σημάδια επιζητούσε.

 

Για να επικυρωθούν – και σύντομα – σε οριστικά τα αόριστα.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1957]

 

Α ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ ΔΡΟΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΗ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ   ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΑΣ ΚΡΑΤΗΘΟΥΝ ΨΗΛΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΕΠΙΠΛΕΥΣΑΝΕ

(… αλλά το ξέρεις … είναι το δόλωμα η μέρα

για να γλιστρήσεις προς τη νύχτα να αιχμαλωτιστείς τούτη που σε σφίγγει κι είναι η μοίρα σου… )

6:30 π.μ.

Κάπου πιο εδώ στοχάζομαι θα ’ναι τα κόκκινα νησιά.

Έλαμπε τ’ ακρογιάλι μυτερό. Κανείς δεν συμβιβάζονταν

με τις οξύτητες με τα γυμνά με τ’ απερίσκεπτα χαμόγελα.

Τα πρόσωπα χάνονταν απ’ τα μάτια μου –

δεν ήμουν σίγουρος – σ’ ένα σκοτάδι με κοιλότητες.

Ο ήλιος ήρθε μακρύς - μακρύς κατάπινε όλο το τοπίο.

Ύστερα πνίγηκε χορτάτος στη φωτιά

με μια σπουδαία κίνηση. Τότε με μιας κολύμπησα

κι εβρέθηκα γυμνός πάνω στους ώμους της αυγής

 

8:30 π.μ.

Ήρεμη λησμονιά. Σίγουρο λίκνισμα στην ύλη

πρώτη φορά σήμερα ιδωμένη σε τόσο φως. Ο δρόμος

αίθριος άνοιγε τη διχάλα του περνούσαν ίσκιοι.

Μετά από τόση ταραχή κόσμος περιστρεφόμενος

γύρω από το νερό. Αρμολογημένη η σάρκα μου

με τα κατάλοιπα της νύχτας και με τ’ αρχικά

στοιχεία της σύνθεσής μου ισοδυναμεί με 8:30.

Αρχίζοντας πάντα τελειώνουμε την ώρα τούτη –

συγκέντρωση και διασπορά ένα νόμισμα με δυο πλευρές

 

2:30 π.μ.

Α προπαντός δροσιά! Και στόχαση μέχρι θανάτου

Ο Θάνατος και το νερό γεννήθηκαν την ίδια μέρα.

Κι εγώ είμαι εδώ για να μιλώ να γίνομαι ορατός.

Τα σώματα που με βασάνισαν λάμπουν εξόριστα έξω.

Μα το δικό μου το ’κλεισα στων γεγονότων τη σειρά

και το λησμόνησα. Το βρέχουν όμως τα όνειρα. Και πρέπει

με κάθε τρόπο να κωπηλατήσω. Να υπολογιστεί

το ανέβασμα και το κατέβασμα από το άλλο μέρος

του σκοταδιού – σωσίβια δεν υπάρχουν.

Α προπαντός δροσιά και στόχαση περί θανάτου.

Κι ύστερα ας κρατηθούν ψηλά τα λόγια που επιπλεύσανε.

 

8:30 π.μ.

Ζήσε ξανά την όρασή σου την αφή σου και τη γεύση σου.

Ξανά από την αρχή από την πρώτη νύχτα που γεννήθηκαν.

Γιατί το ξέρεις μέρα δεν υπάρχει είναι το δόλωμα

για να γλιστρήσεις πάλι προς τη νύχτα να αιχμαλωτιστείς

απ’ την παγίδα τούτη που σε σφίγγει κι είναι η μοίρα σου.

Καμιά ξεκούραση και περισυλλογή καμιά δε σου προσφέρεται

όπως μετατοπίζοντας το παρελθόν και το παρόν μέσα στο μέλλον σου

οι αισθήσεις σου έρχονται ξανά γυμνές και τερατώδεις έννοιες

αχόρταγες η αφή σου η γεύση σου η όραση κι η ακοή σου.

 

12:30 μ.μ.

Η λάμπα με φωτίζει απ’ το ’να μέρος και τα πρόσωπα

στο βάθος θορυβούν φοβούνται τα όνειρα δε συμμετέχουν.

τεμαχισμένος γύρεψα να μπούνε στη σειρά να γαληνέψουν.

Θα ξανασυνδεθώ μαζί σας είπα όταν θα με πλημμυρίσει η αυγή.

Τώρα ανεβαίνουν μέσα μου και κατεβαίνουν τούτοι οι αμίλητοι

φρουροί που με φωνάζουν άγγελο και δαίμονα.

Έτσι διαχωρισμένος δεν μπορώ. Τα λάθη με πεθαίνουν.

Ακίνητος κοιτάζω το αίμα μου ν’ ανάβει σιγανές πυρές

και ξάφνου να φωτίζονται φρικιαστικά ενδεχόμενα. Και δεν αντέχω.

Η ανάσα μου πνιγμένη από αριθμούς προσθήκες και σβησίματα

πρέπει να ξαναβρεί τους πνεύμονές μου ορθούς όταν ξυπνήσει.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β 1957]

 

ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΔΩ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ…

… τα μάτια μας δεν είδανε ποτέ τη θάλασσα τόσο στεγνή με μια αδιαφορία παράξενη. Τα περιστέρια φύγανε δεν άφησαν αχνάρια. Ωστόσο θυμηθήκαμε το δρόμο που διαβήκανε γιομάτον πρόσωπα λευκά μες στα περάσματα του αγέρα. Τα όνειρά μας κοιτάνε καθώς τα κοιτάζουμε. Ξαναγυρνάνε και μας βασανίζουν οι ήχοi. Πίσω απ’ τα βράχια πάει καιρός που ακούσαμε την τελευταία κραυγή… [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Τάκη Σινόπουλου, που από τη φύση του φτιαγμένος να παραξενεύεται, μοιράζεται στα δύο: από τη μια λέει να πάει εκεί κοντά στον ΚΑΙΟΜΕΝΟ που μπήκε στη φωτιά καταμόναχος και αναλίσκεται περήφανος, και από την άλλη διστάζει να πάει κοντά να τον αγγίξει με το χέρι του. Διότι στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. Ο Ποιητής μοιράζεται στα δύο]

Τετάρτη, 26 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ